-
1 обстоятельство
1. (условие, определяющее положение чего-л. или кого-л.) η συνθήκηни при каких - ах σε καμία περίπτωση, επ' ουδενί λόγω2. грам. о (επιρρηματικός) προσδιορισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обстоятельство
-
2 обстоятельство
-а ουδ.1. περίπτωση•отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)•
смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστα,τικά).
2. πλθ. -а συνθήκες, περιστάσεις•это зависит от -ств αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις•
при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες•
при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις•
по семейным ή по домашним -ам για οικογενειακούς λόγους•
по независящим -ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου•
ни при каких -ах σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω.
|| σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία•счастливое обстоятельство ευτυχής σύμπτωση.
3. (γραμμ.) προσδιορισμός•обстоятельство места τοπικός προσδιορισμός•
обстоятельство времени χρονικός προσδιορισμός•
обстоятельство образа действия τροπικός προσδιορισμός.
εκφρ.смотря (гляди) по -ам – κατά τις περιστάσεις•стечение -ств – συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων. -
3 определение
-я ουδ.1. καθορισμός, προσδιορισμός. || διασαφήνιση, διευκρίνηση, ξεκαθάρισμα.2. ορισμός, διατύπωση.3. σημείωση, διαγραφή, διάγραμμα.4. καθιέρωση. || χορήγηση, παροχή, δόσιμο. || προκαθορισμός.5. διορισμός, τοποθέτηση.6. (για συνθήκες περιβάλλοντος κ.τ.τ.) καθορισμός.7. απόφαση•-суда απόφαση δικαστηρίου.
8. (γραμμ.) προσδιορισμός•определение времени, места, образа действия χρονικός, τοπικός, τροπικός προσδιορισμός.
См. также в других словарях:
Топика — имеет разные значения Содержание 1 Термины и названия произведений 1.1 Составные термины … Википедия